Φοβίες: Μονόδρομος ή επιλογή;

Απόσπασμα Ανέκδοτου Βιβλίου “Με λένε Ισαβέλλα”

17 Οκτωβρίου 2003

Ξύπνησα σε ένα λευκό δωμάτιο, κατάλαβα ότι ήμουν στο

νοσοκομείο, άλλωστε θυμάμαι τα

πάντα. Η τελευταία ανάμνηση μου

από το βόλεϊ είναι ότι περίμενα

τη μπάλα, όλα τα υπόλοιπα γίναν

τόσο γρήγορα. Ένα παιδί με πολύ

μεγαλύτερη σωματική διάπλαση

από εμένα έπεσε πάνω μου και

εγώ προσγειώθηκα στο

τσιμεντένιο έδαφος με το κεφάλι.

Από εκεί και έπειτα ακολούθησαν όλα

τα υπόλοιπα. Και να λοιπόν που

βρίσκομαι εδώ, δεν είναι και τόσο άσχημα, έχει παιδιά, ησυχία και

δεν υπάρχει ο τρόμος της ώρας.

Αν πάει 5 η ώρα δεν θα ξεκινήσει

να χτυπάει η καρδιά μου τόσο

δυνατά που είναι λες και θα βγει

έξω. Εδώ δεν υπάρχει ο φόβος

του μπαμπά, μη τυχόν και γυρίσει

σπίτι. Αυτό έλεγε το ένα μου

κομμάτι, γιατί το άλλο ήταν η

μαμά μου νοερά στο σπίτι.

Φοβόμουν για αυτήν, ότι έκανα

δηλαδή και τα 13 χρόνια της

ζωής μου. Αυτό που με φόβιζε ακόμη περισσότερο είναι ότι η

νοσηλεία μου θα κρατούσε για

μήνες, κρανίο εγκεφαλική

κάκωση και κατάγματα από το

λαιμό και πάνω. Δεν ήξερα

πλήρως τι σημαίνει, απλά είχα

σίδερα στο λαιμό μου και για

εβδομάδες ήμουν σε πλήρη

ακινησία.

Χθες νόμιζα πως όταν είσαι

μόνος, είσαι ανήμπορος και αβοήθητος. ΣΉΜΕΡΑ ΞΈΡΩ

πως η μοναξιά σου δίνει μια

μεγάλη ευκαιρία, να πατήσεις

γερά στα πόδια σου. Άλλη μια

φορά βρέθηκα μπροστά στην

αλήθεια που ονομάζεται επιλογή,

είναι επιλογή μου το που θα

εστιάσω, στο δέντρο ή το δάσος;

Scroll to Top